Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος

См. также в других словарях:

  • μόναρχος — και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α) 1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.) 2. δυνάστης 3. αρχηγός, ηγεμόνας 4. επώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …   Dictionary of Greek

  • ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»